Μαρ 09 2015

Μία (αναγκαία) ανάλυση για το φασισμό

του Βασίλη ΚοτρώτσουΑποτέλεσμα εικόνας για Φασισμός

Η εκρηκτική είσοδος της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό προσκήνιο στις εκλογές του 2012 πυροδότησε την έναρξη μίας μεγάλης συζήτησης στο σύνολο του κόσμου με πολιτικές ανησυχίες για τα αίτια και τις μορφές αυτής της εμφάνισης και φυσικά για τους τρόπους αντιμετώπισης του φασιστικού φαινομένου.

 Είναι σαφές όμως ότι υπάρχει αδυναμία ολοκληρωμένης πολιτικής και οργανωτικής αντιμετώπισης των φασιστών από τους συνειδητοποιημένους, τους σκεπτόμενους και τον κόσμο της αριστεράς, παρόλο που έχουν υπάρξει σημαντικές επιτυχίες (ακύρωση φεστιβάλ στην Καλαμάτα τον Ιούλη του 2013, αδυναμία Χρυσής Αυγής να ξεδιπλώσει μαζική κινηματική δράση στο δρόμο, ειδικά στην επαρχία, ακύρωση εκδηλώσεων και κλείσιμο γραφείων, πολιτικό χαστούκι με τις πολύ μαζικές πανελλαδικές κινητοποιήσεις μετά τη δολοφονία του Π.Φύσσα). Αυτό δείχνει ότι αυτή η συζήτηση εξακολουθεί να είναι επειγόντως αναγκαία για να βρούμε συλλογικά ακόμα πιο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης των φασιστών.

 Για να το καταφέρουμε αυτό, δεν αρκεί μία απλή αναφορά στα Γερμανικά και Ιταλικά παραδείγματα του παρελθόντος. Η ανάλυση του φασιστικού φαινομένου σε μία χώρα δεν μπορεί να μη συνοδεύεται και από εκτιμήσεις όχι μόνο για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση και το βάθος της εντός της χώρας, αλλά και για τη θέση της χώρας στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις επιδράσεις που έχουν αυτά στην ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου. Αν συμπεριλάβουμε τα παραπάνω στο πεδίο αυτής της ανάλυσης, μάλλον διευκολύνεται η εξήγηση στοιχείων της συγκυρίας (όπως π.χ. η προσπάθεια καταστολής της Χρυσής Αυγής από την πλευρά του κράτους τον Οκτώβρη του 2013).

 Υπό το πρίσμα των παραπάνω, η οπτική για την ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου στη χώρα μας μπορεί να διευρυνθεί. Θεωρώ ότι είναι μάλλον παραπλανητική η σύγκριση με το πρότυπο της Γερμανίας και της Ιταλίας, δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του μεσοπολέμου, οι αστικές τάξεις των οποίων έκαναν σαφώς την επιλογή της πολεμικής αναδιάταξης ισχύος των δεδομένων της συνθήκης των Βερσαλλιών. Η ειδική εσωτερική συνθήκη της ανόδου του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και στο έδαφος της κοινωνικοπολιτικής ή/και οικονομικής κρίσης ήταν ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης του φασισμού. Δεν πρέπει να παραβλέπεται όμως ότι αυτό έγινε, ειδικά για τη Γερμανία, σε συνδυασμό και με την επιλογή από την πλευρά της αστικής τάξης μιας δυναμικής αναδιαπραγμάτευσης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και τελικά της πολεμικής σύγκρουσης με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Θεωρώ ότι το παράδειγμα άλλων χωρών όπως η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Ισπανία που δεν ήταν μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με ανοιχτά ζητήματα ιμπεριαλιστικής εμπλοκής συμβαδίζει περισσότερο στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας. Όπως άλλωστε και το παράδειγμα της δικτατορίας Μεταξά είναι πιο κοντινό από ό,τι έγινε σε Γερμανία και Ιταλία. Σε αυτές της περιπτώσεις, ο «εσωτερικός εχθρός» δεν ήταν απλώς ο κύριος αλλά και ο αποκλειστικός παράγοντας εμφάνισης και ανάπτυξης του φασιστικού φαινομένου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπήρξε ανασύνθεση των πολιτικών εκπροσωπήσεων του συντηρητικού χώρου, συγκυβέρνηση ή συμμετοχή στη διακυβέρνηση των φασιστικών δυνάμεων υπό την ηγεσία αστών συντηρητικών. Σε καμία όμως δεν υπήρξε αμιγώς φασιστικό καθεστώς και υπήρξε περιορισμός ή/και διώξεις των φασιστών όταν θεωρήθηκαν ανεξέλεγκτοι. Η υπόμνηση αυτή δεν γίνεται για να θεωρηθούν οι σημερινές εξελίξεις απλή επανάληψη ενός ανύπαρκτου «ιδεότυπου». Όσο λάθος είναι αυτό με την αναζήτηση και τη συνηθισμένη χρήση ως κάτι τέτοιου του γερμανικού ή του ιταλικού παραδείγματος, άλλο τόσο είναι και για τα υπόλοιπα. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί αναλυτικά οφείλουμε να αποφεύγουμε εύκολες σχηματοποιήσεις. Έτσι, ίσως αποφύγουμε και λάθος εκτιμήσεις.

Η κατάσταση στη χώρα μας απέχει από το φτάσει στο «σημείο μη επιστροφής» για την άνοδο και σταθεροποίηση ενός φασιστικού καθεστώτος. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να έχει κάνει το άλμα από το επίπεδο της πολιτικής αφάνειας στο επίπεδο της καθιέρωσής της ως υπαρκτής και αναπτυσσόμενης πολιτικής δύναμης, αλλά δεν έχει κάνει το κρίσιμο κοινωνικοπολιτικό άλμα στο επίπεδο της ιδεολογικής ηγεμονίας και της οργανωτικής παρουσίας που μπορούν να οδηγήσουν στη διεκδίκηση της εξουσίας. Μέχρι στιγμής, η Χρυσή Αυγή έχει καταφέρει να ριζοσπαστικοποιήσει σε αντιδραστική κατεύθυνση το παραδοσιακό κοινωνικό και πολιτικό κοινό της ακροδεξιάς στη χώρα μας (που καταγράφεται σταθερά στο επίπεδο του 7-9% στην περίοδο της μεταπολίτευσης είτε εκφραζόταν σε αυτοτελείς πολιτικούς σχηματισμούς – Εθνική Παράταξη, ΛΑΟΣ- είτε βρισκόταν εντός ΝΔ). Το άλμα της διεύρυνσης αυτού του κοινωνικοπολιτικού ακροατηρίου δεν έχει γίνει αν και οι φασίστες επιχειρούν μεθοδικά να μετατοπίσουν το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης και ιδεολογίας σε αντιδραστική κατεύθυνση με αποτέλεσμα μέρος των ιδεών και πρακτικών τους να έχουν ευρύτερη απήχηση κυρίως σε κόσμο της δεξιάς.
Κρίσιμος παράγοντας που θα επηρεάσει την πορεία της ανάπτυξης της Χρυσής Αυγής είναι προφανώς η πορεία της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και η έκβαση της κοινωνικής ταξικής αντιπαράθεσης. Σημαντικές όψεις αυτών που θα παίξουν ενδεχομένως καταλυτικό ρόλο είναι αφενός η πιθανή πολιτική και εκλογική κατάρρευση της ΝΔ με αδυναμία ανάδειξης άλλης σημαντικής συντηρητικής πολιτικής δύναμης και η ανάδυση ή όχι ριζοσπαστικών αριστερών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Αυτά όμως μάλλον δεν αρκούν για την αποδοχή της από το αστικό πολιτικό σύστημα και κράτος και την άνοδο στην εξουσία (είτε αυτοτελώς είτε όχι) της Χρυσής Αυγής. Θεωρούμε ότι όσο η στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης παραμένει η πρόσδεση στην ΟΝΕ και την ΕΕ και στο παρόν πλαίσιο γεωστρατηγικών συμμαχιών και ισορροπιών δύσκολα θα γίνει αποδεκτή η Χρυσή Αυγή από το αστικό πολιτικό σύστημα και κράτος.

 Διακινδυνεύοντας κάποιες πολιτικές εκτιμήσεις, θα λέγαμε ότι η σημερινή Χρυσή Αυγή δεν είναι έτοιμη οργανωτικά και κοινωνικά να υποστηρίξει τη δημιουργία ενός φασιστικού κράτους. Αν συμμετείχε στη διακυβέρνηση υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν μεν μία σημαντικότατη αντιδραστική τομή, αλλά η ηγεμονία θα παρέμενε στην πλευρά άλλων συντηρητικών αστικών δυνάμεων. Υπό τους όρους των ίδιων των φασιστών θα «ενσωματωνόταν», θα γινόταν μία «ακροδεξιά συντηρητική δύναμη» και όχι μία εθνικοσοσιαλιστική δύναμη. Και πολύ εύλογα η Χρυσή Αυγή αρνείται σήμερα κάτι τέτοιο κυρίως για αυτό το λόγο. Η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να γίνει πολιτικά χρήσιμη και ίσως αναγκαία για το αστικό σύστημα είτε ως δύναμη αντίδρασης σε ένα ενδεχόμενο αριστερής ριζοσπαστικής εξόδου από αυτό το οικονομικό και γεωστρατηγικό πλαίσιο είτε στο ενδεχόμενο του «ατυχήματος» μίας ακούσιας και επιβεβλημένης εξόδου από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Κάτι τέτοιο θα είναι ένα νέο 1922 για την ελληνική αστική τάξη, αφού θα οδηγήσει στη βίαιη κατάρρευση των μεταπολεμικών στρατηγικών επιλογών της. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε πιθανότατα σε αλλαγή συνολικά του μεταπολεμικού αστικού υποδείγματος και θα μπορούσε να συνδυαστεί με αναπροσαρμογή του γεωστρατηγικού προσανατολισμού (πιθανή αποκοπή από άξονα ΗΠΑ-ΕΕ-Ισραήλ και ανάπτυξη σχέσεων με τον άξονα των BRICS και ειδικά τη Ρωσία). Αυτά τα ενδεχόμενα δεν φαίνονται σήμερα αρκετά πιθανά, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ακόμα περισσότερο δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ενός τοπικού ή ευρύτερου πολέμου στο έδαφος της έντασης της οικονομικής κρίσης και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε μία τέτοια περίπτωση, αν και αυτό φαίνεται δύσκολο σήμερα δεδομένων των γεωστρατηγικών προσανατολισμών της χώρας. Ποια θα ήταν η χρησιμότητα μίας ακραιφνώς φιλορωσικής Χρυσής Αυγής σε μία ενδεχόμενη όξυνση μεταξύ του άξονα της Δύσης (ΗΠΑ-ΕΕ-σύμμαχοι) και του άξονα των BRICS και ειδικά της Ρωσίας;

Όλα τα παραπάνω δεν διατυπώνονται για να οδηγήσουν σε οποιουδήποτε είδους εφησυχασμό. Ακριβώς το αντίθετο πρέπει να συναχθεί ως συμπέρασμα. Βρισκόμαστε σε μία εποχή μεγάλων ανακατατάξεων διεθνώς και εγχώρια, εποχή κρίσης, εποχή όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ τάξεων, χωρών, ιδεολογιών. Σε αυτή την εποχή οι εναλλακτικές οδοί για τις κοινωνίες διευρύνονται εφόσον το κυρίαρχο κοινωνικό υπόδειγμα καταρρέει. Και για αυτό γεννιούνται κίνδυνοι και ευκαιρίες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα και την κομμουνιστική προοπτική. Είναι εποχή εξεγέρσεων, αλλά και η εποχή των τεράτων. Και η Χρυσή Αυγή είναι η πιο καθαρή ενσάρκωση του πολιτικού τέρατος που γέννησε αυτή η εποχή στη χώρα μας. Η αυγή της εποχής είναι πρόσφατη με ιστορικούς όρους. Η διάρκεια και η έντασή της θα είναι πολύ μεγαλύτερη και όσοι τάσσονται με την πλευρά του εργατικού και λαϊκού κινήματος και της κομμουνιστικής προοπτικής δεν πρέπει να εφησυχάζουν. Η αντιφασιστική δράση σε σωματεία, γειτονιές, σχολεία-σχολές και γενικά στη νεολαία πρέπει να έχει σχετική αυτοτέλεια και να μην υποτιμάται. Υπάρχει επίσης η διακριτή ανάγκη οργανωτικού βραχίονα του κινήματος, μίας σύγχρονης λαϊκής περιφρούρησης (και όχι εφησυχασμός από τις διώξεις του κράτους προς τη Χρυσή Αυγή). Η πρόσφατη επανενεργοποίηση των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής απέναντι σε μετανάστες και ομοφυλόφιλους μες το καλοκαίρι που μας πέρασε υπενθυμίζει ότι είναι εποχή που θα χυθεί αίμα. Ας μην είναι των δικών μας.

Ένα σχόλιο για το “Μία (αναγκαία) ανάλυση για το φασισμό”

  1. ΚΕΣΙΝΗ ΞΕΝΗ έγραψε:

    Επίκαιρο όσο ποτέ το άρθρο σου, αφού σήμερα o Βλαντιμίρ Πούτιν υπέγραψε νόμο που κυρώνει τη συμφωνία για την ίδρυση της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης (NDB) του συνασπισμού των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), ως εναλλακτική στην Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ανοίγοντας νέο κεφάλαιο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, κοιτώντας προς την Ελλάδα.
    Σήμερα ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ προτείνει τη δημιουργία στρατού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοιτώντας προς τη Ρωσία (τυχαίο; δε νομίζω!).
    Εμφανής είναι η κρίση των πολιτικών κομμάτων της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. Η Νέα Δημοκρατία διαλύεται. Το ΠΑΣΟΚ καταποντίστηκε. Θα παραμείνει άθικτο το “βαθύ κράτος”;
    Η κυβέρνηση της αριστεράς ήρθε σαν αποτέλεσμα των αγώνων και του αντιφασιστικού κινήματος. Ελπίζω ότι αυτή η κυβέρνηση με την πολιτική της θα γυρίσει σελίδα στην αντιμετώπιση του φασισμού και του ρατσισμού, αρχής γενομένης με τη δίκη της Χ.Α.
    Το φασιστικό φαινόμενο πρέπει να χτυπηθεί στην ίδια την καρδιά του κτήνους, στο κόμμα που το αντιπροσωπεύει και να διαλυθεί.

Άσε ένα σχόλιο