Ιούν 08 2016

Το «γλωσσικό ζήτημα*» για άλλη μια φορά

 

του Βασίλη Κοτρότσου

1Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε (άλλη) μία αντιπαράθεση μεταξύ πανεπιστημιακών – λόγιων – γλωσσολόγων και άλλων, που αφορά το θέμα της διδασκαλίας ή μη των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο. Η συζήτηση ξεκίνησε ύστερα από την δημοσίευση επιστολής 56 πανεπιστημιακών (http://tvxs.gr/news/paideia/i-epistoli-na-ayksithoyn-oi-ores-didaskalias-ton-neon-ellinikon-kai-na-katargithoyn-ta-), στην οποία εκφράζουν, μεταξύ άλλων, ότι η πολιτική της αύξησης των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ως αποτέλεσμα

  • την αποθάρρυνση των μαθητών αναφορικά με την εκπαίδευση της γλώσσας,
  • τη διατήρηση και αναπαραγωγή του γλωσσικού ζητήματος, που ταλανίζει χρόνια όλους τους σύγχρονους ελληνόφωνους, μιας και γίνεται νόθευση στο γλωσσικό αίσθημα των μαθητών, λόγω των αυθαίρετων αναγωγών και συγκρίσεων με την αρχαία ελληνική γλώσσα και

ότι η διδασκαλία μιας γλώσσας στη σύγχρονη μορφή της είναι αυτή που επιτρέπει στον ομιλητή τον επαρκή χειρισμό της και όχι η γνώση της ετυμολογίας μιας οποιασδήποτε λέξης αυτής της γλώσσας. Τέλος, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών και την αποτελεσματικότερη εκπαίδευση της ελληνικής γλώσσας, προτείνουν την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο και αντικατάσταση των ωρών αυτών με διδασκαλία της νέας ελληνικής· διατήρηση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων από μετάφραση, ενώ το μάθημα των αρχαίων από το πρωτότυπο να είναι μάθημα επιλογής στην Γ’ γυμνασίου.

Σε απάντηση της παραπάνω επιστολής δεν άργησε να δημοσιευτεί ένα δεύτερο κείμενο από μέλη του τμήματος κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθήνας (http://tvxs.gr/news/blogarontas/oxi-stin-katargisi-didaskalias-arxaion-ellinikon), που ακόμα και ένας υποστηρικτής της άποψης, που θέλει την διατήρηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, θα χαρακτήριζε και αυτούς και το κείμενό τους κωμικούς και αφελείς. Ο συντηρητισμός και ο συντεχνιασμός αυτών των κληρονόμων του χειρότερου γλωσσοαμυνταρισμού, οι συνεχιστές των χειρότερων ημερών της ελληνικής εκπαίδευσης, που φαίνεται να είναι ικανοί να κάνουν νέες «Δίκες των Τόνων» και νέα Ορεστειακά. Στην πραγματικότητα γράφουν απλώς μπούρδες.

  • Η γνώση των αρχαίων είναι γνώση νεκρής γλώσσας για μελέτη κειμένων στο πρωτότυπο και για εξοικείωση με παλαιότερα κείμενα που κανείς συναντά. Δεν μας κάνει να μιλάμε καλύτερα νέα ελληνικά. Αυτά τα μιλάμε καλύτερα εάν τα διδασκόμαστε καλύτερα και περισσότερο. Διδάσκοντας αρχαία αντί για νέα στο Γυμνάσιο, απλώς δεν βοηθάμε τους μαθητές να μιλούν καλύτερα τη ζωντανή νεοελληνική γλώσσα. Δεν μπορείς να λες ότι τα αρχαία ελληνικά, παρά το ότι δεν έχουν φυσικούς ομιλητές, δεν είναι νεκρή γλώσσα διότι «έχει αφήσει πίσω της γλωσσικούς απογόνους». Τότε ούτε τα λατινικά είναι νεκρή γλώσσα, ούτε, εδώ που τα λέμε, η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, η οποία έχει αφήσει πάμπολλους απογόνους!
  • Η εκ νέου εισαγωγή των αρχαίων στο Γυμνάσιο μετά το 1991-1992 ήταν επιλογή συντηρητική. Δεν βοήθησε και έσπειρε σύγχυση. Όσοι βρίσκονται σε τέτοια ηλικία που δεν έκαναν αρχαία στο Γυμνάσιο, δεν έμαθαν λιγότερο την ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι εύκολο πια να το διαπιστώσουμε αν πάρουμε ως παράδειγμα δύο ενήλικες, έναν που τελείωσε τώρα το σχολείο (ο οποίος έχει κάνει αρχαία στο γυμνάσιο και στο λύκειο) και έναν που τελείωσε το σχολείο στο τέλος της δεκαετίας του ‘80. Σύμφωνα με την άποψη των κλασικών φιλολόγων ο πρώτος θα πρέπει να ξέρει και να χειρίζεται καλύτερα την ελληνική γλώσσα, από τον δεύτερο, που δεν διδάχθηκε αρχαία στο γυμνάσιο, που αν το κρίνουμε στατιστικά και όχι ανά μονάδες κάτι τέτοιο δεν ισχύει, ίσα ίσα που ο πρώτος πάσχει σε σχέση με τον δεύτερο στον τομέα αυτό (σε υποστήριξη των επιχειρημάτων των 56).
  • Η διδασκαλία κειμένων της αρχαίας γραμματείας σε μετάφραση επιτρέπει να μείνει και κάτι νοηματικό. Διαφορετικά δεν μένει τίποτα. Και πάνω σε αυτό το ζήτημα, το ζήτημα δηλαδή του τρόπου της εκπαίδευσης της αρχαίας ελληνικής, οι υπέρμαχοι της διατήρησης αντιτείνουν ότι δεν φταίει (στο ότι δεν μένει τίποτα στο μαθητή ή ότι ο μαθητής τελικά μισεί το μάθημα ή ότι το θεωρεί χαμένο χρόνο) το περιεχόμενο του μαθήματος καθαυτό, αλλά η μέθοδος εκμάθησης. Ποια όμως θα είναι αυτή η θαυματουργή μέθοδος που θα κάνει τους μαθητές να αγαπήσουν τα αρχαία, αυτό κανένας δεν το έχει βρει ή δεν το έχει πει ακόμα, οπότε, πολλοί βρίσκουν τη λύση στη φυγή προς τα εμπρός. Προτείνουν να διδάσκονται ακόμα περισσότερα αρχαία, που να ξεκινούν από το Δημοτικό, αν είναι δυνατόν και από την πρώτη τάξη (!!!), ίσα κι όμοια με κάποιους που, ως θεραπεία για τη μνημονιακή λαίλαπα πρότειναν ακόμα περισσότερα μνημονιακά μέτρα. Φαίνεται επίσης να πιστεύουν ότι το ωρολόγιο πρόγραμμα των Γυμνασίων μπορεί να διασταλεί απεριόριστα, αφού συμφωνούν με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των νέων ελληνικών, αρκεί να μην γίνει σε βάρος των αρχαίων ελληνικών. Στην πραγματικότητα, με 35 διδακτικές ώρες τη βδομάδα, το πρόγραμμα διδασκαλίας είναι ήδη παραφορτωμένο (δείτε το εδώ). Δεν θα λύσουμε σήμερα το θέμα της οργάνωσης του ωρολογίου προγράμματος, αλλά καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι για να αυξήσεις κατά μία ώρα ένα μάθημα πρέπει να την αφαιρέσεις από κάποιο άλλο.
  • Η συνέχεια της γλώσσας είναι ένας ιδεολογικός μύθος που αναπαράγει το χειρότερο καθαρευουσιανισμό. Η νέα ελληνική γλώσσα προήλθε από την αρχαία αλλά είναι άλλη γλώσσα. Μπορεί κανείς να τη μάθει, χωρίς να ξέρει αρχαία.
  • Η μανία με τους αρχαιοπρεπείς τρόπους που οδήγησε στον ορισμό της καθαρεύουσας ως επίσημη γλώσσα (ενίοτε και τη διαβόητη αρχαΐζουσα) ήταν βαθιά αντιδραστική επιλογή, που ήθελε τη γλώσσα του κράτους να είναι άλλη και ξένη απέναντι στη γλώσσα του λαού. Να τρως πατάτες αλλά να γράφεις γεώμηλα.
  • Τα αρχαία ελληνικά δεν σε βοηθούν να μάθεις ούτε φυσική ούτε μαθηματικά (…). Τα αρχαία σε βοηθούν να διαβάζεις την αρχαία γραμματεία στο πρωτότυπο, τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω. Το να διδάσκονται για δύο χρόνια στο Λύκειο φτάνει και περισσεύει και όποιος θέλει να μάθει παραπάνω ας ακολουθήσει ανάλογο κλάδο ή ας διαβάσει.
  • Η αρχαία ελληνική δεν είναι μέρος της ζωής μας παρά μόνο εάν είμαστε κλασικοί φιλόλογοι ή φιλόσοφοι, ας μην λέμε τρέλες.

Και, τέλος πάντων, είναι τυχαίο ότι οι κορυφαίοι κλασικοί φιλόλογοι του ελληνικού πανεπιστημίου (και όχι οι χειροκροτητές του Παπαδόπουλου, που υπήρξαν δάσκαλοι των σημερινών καθηγητών του Φιλολογικού) ήταν δημοτικιστές; Δηλαδή ο Κακριδής ή ο Κριαράς ήταν χαζοί ενώ οι τωρινοί του Φιλολογικού έξυπνοι;

Το γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα που ακόμα και σήμερα είναι υπαρκτό και φαίνεται πολύ έντονα και στον κλάδο μας, καθώς και στους συναφείς με το δικό μας κλάδους, (ίσως θα έπρεπε να πω ειδικά στους κλάδους μας) μιας και συντάσσουμε δημόσια έγγραφα. Με λίγα λόγια η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας είναι για εμάς ένα ζήτημα καθημερινό, και αυτό που παρατηρεί κάποιος είναι ότι υπάρχει ζωντανή η νοοτροπία, ειδικά στους παλαιότερους, αλλά δυστυχώς και σε μερίδα νεώτερων συναδέλφων, ότι η χρήση πιο δύσκολης και καθαρευουσιάνικης γλώσσας (συνήθως λάθος στη χρήση βέβαια, απόρροια του γλωσσικού ζητήματος και όχι μόνο…) σε κάνει αυτομάτως περισσότερο λόγιο και σωστό, ενώ η χρήση της σωστής νέας ελληνικής γλώσσας σε κάνει αγράμματο και άσχετο.

Ας αφήσουμε, λοιπόν, πίσω μας την προβληματική αυτή ιδέα, και ας αποδεχτούμε επιτέλους (ως ελληνική κοινωνία) ότι θα προκύψουν νέα παιδιά που θα γνωρίζουν καλύτερα την σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας από τα παιδιά της γενιάς μου, αν οι τρεις διδακτικές ώρες, που αφιερώνονται σήμερα στην διδασκαλία των αρχαίων, προστεθούν στις δύο που, αφιερώνονται στη διδασκαλία των νέων ελληνικών…

*Γλωσσικό ζήτημα είναι το πρωτότυπο ελληνικό φαινόμενο, κατά το οποίο έχουμε διαφοροποίηση καθομιλουμένης γλώσσας με την επίσημη γλώσσα του κράτους και δημιουργία διγλωσσίας σε ένα δεδομένο, τοπικά και χρονικά, πληθυσμό. Είναι δηλαδή, κατά κύριο λόγο, ένας γλωσσικός διχασμός ανάμεσα σε λόγια και καθομιλούμενη γλώσσα, και κατά δεύτερο λόγο ένας ιδεολογικός και πολιτικός διχασμός, που οδήγησε σε διώξεις, εξορίες, ακόμα και σε άδικη απώλεια ανθρώπινων ζωών. Ιστορικά έχει συμβεί τρεις φορές στον ελλαδικό χώρο, αρχικά υπήρχε η σύγκρουση αττικής διάλεκτου – δημώδους προφορικής, στην συνέχεια αρχαΐζουσας – «μαλλιαρής» και τέλος καθαρεύουσας – δημοτικής. Και στις τρεις περιπτώσεις επιβλήθηκε νεκρή γλώσσα στις πλατιές μάζες, ύστερα από επιρροή «λογίων», που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός και εξελίσσεται.

Άσε ένα σχόλιο